- λιγύμυθος
- λιγύμῡθος , λιγύμυθοςclearspeakingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιγύμυθος — λιγύμυθος, ον (Α) αυτός που μιλά με ευκρίνεια και καθαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μῦθος] … Dictionary of Greek
λιγύμυθον — λιγύμῡθον , λιγύμυθος clearspeaking masc/fem acc sg λιγύμῡθον , λιγύμυθος clearspeaking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγύς — εία, ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ) αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.) 2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek